- κοδομεύω
- κοδομεύω (Α)ψήνω κριθάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοδομή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοδομεύει — κοδομεύω roast barley pres ind mp 2nd sg κοδομεύω roast barley pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοδομεύειν — κοδομεύω roast barley pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοδομεύουσα — κοδομεύω roast barley pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκοδομεύετο — κοδομεύω roast barley imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
кадить — кажу, кадило, укр. кадити, ст. слав. кадити, каждѫ, болг. кадя, сербохорв. кадити, ка̑ди̑м, словен. kaditi, чеш. kaditi, слвц. kаdit᾽, польск. kadzic, в. луж. kadzic, н. луж. kazis. Другая ступень чередования: чад. Родственно др. прусск. ассоdis… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κοδομή — κοδομή, ἡ (Α) 1. γυναίκα που έψηνε κριθάρι 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα θεραπαίνης». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως. Ως προς τα παράγωγα, από το κοδομή παρήχθη πιθ. το κοδομεύω και από το τελευταίο… … Dictionary of Greek